διαψηφισμός

διαψηφισμός
διαψηφισμός
reckoning
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαψηφισμοῦ — διαψηφισμός reckoning masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψηφισμῷ — διαψηφισμός reckoning masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψηφισμόν — διαψηφισμός reckoning masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψήφιση — η (Α διαψήφισις) και διαψηφισμός, ο (Α) ψηφοφορία αρχ. 1. έλεγχος τής γνησιότητας τών δημοτικών καταλόγων με ψηφοφορία 2. φρ. «προτιθέναι τὴν διαψήφισιν» επιτρέπω την ψηφοφορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”